Ήταν τότε που ασπρόμαυρη δραματική ταινία με την Λάσκαρη, θεωρούνταν απαγορευμένη για παιδιά.
Τότε που τα βίντεο δεν ήταν τόσο διαδεδομένα και υπήρχαν
εικονογραφημένα πορνοπεριοδικά.
Μια τέτοια εποχή αποφασίζει η μάνα μου να πάει με τον αδερφό
μου Θεσσαλονίκη.
Μόνος στο σπίτι.
Η γιαγιά δεν υπολογίζεται. Διακριτική, με αργό περπάτημα και
με λατρεία στον ύπνο.
Το βίντεο, σκεπασμένο με πετσετάκι όμοιο με αυτό της τηλεόρασης, ήταν πρόσφατο
απόκτημα με γραμμάτια.
Αφού αποχαιρέτησα μάνα και αδερφό, ανεβαίνω στο video club της
πλατείας (μια 10’ απόσταση από το
πατρικό).
Αναψοκοκκινισμένος από την προσμονή και την ντροπή ψελλίζω
στον ιδιοκτήτη: «Μια τσόντα».
Άνετος εκείνος, εξυπηρετικότατος με ρωτάει: «Ελληνική,
ξένη;»
Εγώ: «Οτιδήποτε».
Παίρνω την ταινία και τρέχω προς το σπίτι.
Η γιαγιά στην κουζίνα
κ εγώ εξοπλισμένος με χαρτομάντιλα στο σαλόνι.
Βάζω την κασέτα (δεν υπάρχει υπονοούμενο, οι συνομήλικοι μου
καταλαβαίνουν το όρο «κασέτα») και περιμένω.
Η οθόνη της τηλεόρασης προβάλει σε μαύρο φόντο μια άσπρη
γραμμή. Το «τρέχω προς τα εμπρός» το ίδιο.
Βάζω παπούτσια και απογοητευμένος φτάνω πάλι στην πλατεία.
Απευθύνομαι στον ίδιο κύριο που με εξυπηρέτησε: «Δεν παίζει.
Είναι χαλασμένη».
Αυτός χαμογελώντας υποχθόνια: « Είναι χαλασμένη ή δεν σου
άρεσε».
Τελικά η πρώτη μου πορνοταινία ήταν ελληνική (στήριξα την
ελληνική παραγωγή και εργασία) με εξωτερικά γυρίσματα σε παραλίες, κλαμπ.
Υπερπαραγωγή.