Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Έναν σκέτο με λίγο μπαρούτι.


Μ'  έναν καφέ σκέτο και μια εφημερίδα μπροστά του, κοίταξε στην άλλη άκρη του μπαρ και είδε τα καστανά καλοχτενισμένα μαλλιά της να χύνονται πάνω στο αυστηρό μπλε σακάκι της.
Τα μάτια του, συνάντησαν τα πράσινα δικά της και αμέσως άλλαξε φορά στο βλέμμα του.
Ήταν η πρώτη φορά που ντράπηκε. 
Άμεσα, οπλίστηκε με το θάρρος που τον χαρακτηρίζει και της έδωσε άλλη μια αλλά πιο επίμονη ματιά.
Λίγο η λευκή σαν χιονισμένο τοπίο των Άλπεων επιδερμίδα της, περισσότερο ο τρόπος που κρατούσε το τσιγάρο της, άφησε τη ματιά του να τη χαϊδεύει για περισσότερο από τα δυο δευτερόλεπτα  που χαρακτηρίζουν ένα βλέμμα τυχαίο.
Κατηφορίζοντας,  αντίκρισε ένα στόμα που ήθελε να πει πολλά, αλλά σιωπούσε συμβατικά.
Τον κοίταξε κι αυτή.
Τον είχε προσέξει εδώ και ώρα, τόσο για το παρουσιαστικό του όσο κ για τα γυμνασμένα χέρια του που ξεπρόβαλλαν κάτω από τα ανασηκωμένα μανίκια.
Άφησε τον καπνό του τσιγάρου να δημιουργεί ένα ομιχλώδες τοπίο και χάιδεψε τα χείλη της κούπας της.
Ματιές γεμάτες φλόγες, ζέσταναν την αδιάφορη ατμόσφαιρα του μπαρ,  μαζί με μια διάχυτη αμοιβαία επιθυμία για μια καλύτερη γνωριμία στα λευκά σεντόνια ενός  ξενοδοχείου ημιδιαμονής.
Ή τώρα ή ποτέ. Σαν ένας από τους τριακόσιους του Λεωνίδα, έτοιμος να ξεχυθεί στη μάχη των θέλω του.
Ή τώρα ή ποτέ. Σαν πόλη έτοιμη να απελευθερωθεί από τα πρέπει που καθόρισαν τη ζωή της.
Τη στιγμή που σηκώθηκε για να ξεκινήσει η γνωριμία με το πάθος της στιγμής ή και της ζωής του -ποιος ξέρει-  ένα 10χρονο αγοράκι τον νίκησε, απλά και μόνο αποκαλώντας την «μαμά».
Κάθισε ξανά στη θέση του, βλέποντας μια δήθεν ευτυχισμένη οικογένεια διαφήμισης βουτύρου να σχηματίζεται. Αυτή, το παιδί της κι ο άντρας της.
Ένα τελευταίο βλέμμα της, μαρτυρούσε ευγνωμοσύνη που την έκανε να αισθανθεί θηλυκό, έστω για δέκα έξι λεπτά και να ζήσει αυτά που της έλειψαν. Πάθος και πόθο.
Ο καφές του έγινε ξαφνικά, πιο πικρός. Πρόσθεσε ζάχαρη.
Την ίδια στιγμή η γυναίκα του τον αγκάλιασε και ένιωσε την ενοχή που βιώνει κάθε φορά που θέλει να της ξεφύγει έστω για λίγο.
Ο κόσμος γέμισε το μπαρ και ένα ανθρώπινο τοίχος χώρισε τις δυο οικογένειες, αφήνοντάς τες στην επίπλαστη ευτυχία τους.
Ένας καφές ωρολογιακή βόμβα στα πρέπει (τους).
Ο μηχανισμός μπορεί να μπλόκαρε εκείνη τη στιγμή. 
Ήταν όμως σίγουρο πως θα επαναλειτουργούσε  λόγω των θέλω (τους).