Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Μ' αγαπώ


Ποτέ δεν άρεσε ο εαυτός μου

Πάντα ήθελαν  να τον αλλάξω

Να γίνω σοβαρός

Λιγομίλητος

Λιγότερο αυθόρμητος

Αδιάφορος κ άοσμος

Χωρίς να τους απειλώ κ να προκαλώ το φθόνο τους

Για να ξεχωρίζουν αυτοί κ να μένω εγώ στο περιθώριο

Τους έκανα τη χάρη πολλές φορές

Για να τους βοηθήσω να διακριθούν κ αυτοί

Πλέον τους προτρέπω να είναι ο εαυτός τους

Όπως εγώ


Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Η Γοητεία του Απωθημένου

Τον κοίταξε στα μάτια…
Πόσο καιρό είχε να δει τα μάτια του;
Δυο χρόνια.
Τότε που το χιόνι έπεφτε πάνω στις βλεφαρίδες του και δεν καταλάβαινε αν αυτό έλιωνε ή δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό του.
Το βλέμμα του ήταν όπως και τότε: γεμάτο πόθο. Το δικό της: επιτέλους έπαψε να είναι άδειο, μελαγχολικό.
Της μιλούσε: Μουσική στα αυτιά της. Της γελούσε: Ανατολή ηλίου στα μάτια της. Της χάιδευε  το χέρι: Τρικυμία στα σκέλια της.
Σταύρωσε τα πόδια της για να πνίξει την επιθυμία της. Δάγκωσε τα χείλη της για να πάψουν  να ζητούν επίθεση στο λαιμό του.  Έστρεψε το βλέμμα της προς την τζαμαρία για να μην διαβάσει μέσα τους: «πάρε με».
Δεν είχε αλλάξει καθόλου.
Με το αιώνιο μαύρο φούτερ και το ξεπλυμένο παντελόνι. Στολή καθημερινή, χρόνια. Μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν γοητευτικά. Με αξύριστο πρόσωπό που δήλωνε την αδιαφορία προς τον καθωσπρεπισμό. Κ τα δόντια του άσπρα σπιτάκια σε κυκλαδίτικο νησί.
Είχε εξιδανίκευσει όλα πάνω του.  Είχε την γοητεία του απωθημένου.  Του παράφορου έρωτα που δεν είναι να ζει στην καθημερινότητα αλλά τις Κυριακές και διακοπές.
 Κ αποτελούσε πάντα το μέτρο σύγκρισης.  Ή καλύτερα το ρεκόρ του έρωτα που δεν έσπασε ποτέ.
Η αλήθεια είναι πως όταν συμβίωναν μαζί ήταν σαν να ξημέρωνε πρωτοχρονιά. Σαν καθημερινή πρωινή λιακάδα. Σα βροχή το μεσημέρι που κάνει τη σιέστα πιο απολαυστική. Σαν απογευματινή βόλτα για ψώνια. Σαν ένα ολόγιομο φεγγάρι που φωτίζει γυμνά κορμιά.  Φρεσκοπλυμένα και ατσαλάκωτα σεντόνια που περιμένουν να μυρίσουν σπέρμα. Ρολόι που δεν είχε χρησιμότητα.
Η αλήθεια είναι ότι τότε ήταν και οι δύο φοιτητές. Ο έρωτας είχε όλο το έδαφος δικό του. Ένα χωράφι καλοοργωμένο από φιλιά με γλώσσα, οργασμούς και νυχιές.
Ο έρωτας όμως δεν τρέφει. Δεν εργάζεται. Δεν κάνει παιδιά.  Όταν τίθενται  τέτοια ζητήματα ανοίγει την πόρτα και φεύγει.
Τον καλείς ξανά αλλά βλέπεις ότι τα θέλω σου αλλάζουν.
Το ότι ολοκληρώνετε  μαζί, δεν σε ολοκληρώνει πλέον.
Θέλεις να χύσει μέσα όχι να αισθανθείς την ηδονή αλλά την προσμονή. Θέλεις να  γυρνάς σπίτι και να μην είναι στο κρεβάτι  αλλά στη δουλειά.  Θέλεις να μη φέρνει dvd και πίτσες αλλά απορρυπαντικά και λαχανικά. Να  μη σου κάνει έρωτα μέχρι το πρωί γιατί το πρωί πρέπει να πας στην τράπεζα. Να μη σου αγοράζει λούτρινα ζωάκια αλλά ανατομικές παντόφλες.  Να μην κανονίζετε διακοπές με βάση τον προορισμό αλλά με βάση τα κουπόνια κοινωνικού τουρισμού.
Αλλά αυτός ήταν μόνο για παρέα, λούτρινα, dvd, πίτσες και αχαλίνωτο sex που διακόπτεται μόνο για ύπνο. 
Ήταν το ψηλοτάκουνο. Το junk foodTo βίπερ. Το καψουροτράγουδο. Τον επιζητούσε αλλά τώρα ήθελε κάτι αναπαυτικό, σπιτικό, μορφωτικό και ποιοτικό.
Έτσι χώρισε.
Τότε που χιόνιζε. Τότε που πάγωσαν όχι μόνο τα άκρα της αλλά και η καρδιά της. Τότε που μαύρισαν όλα μέσα της, παρόλο που όλα ήταν εκτυφλωτικά λευκά  γύρω της. Τότε που παρακαλούσε την  καρδία της να βγάλει νοκ άουτ τη λογική. Τότε που η λογική της σήκωσε το τρόπαιο. Τότε που τα μάγια λύθηκαν. Τότε που έκλαψε το περισσότερο στη ζωή  της. 
Κ γνώρισε τον  πατέρα των παιδιών της. Τον αγαπημένο γαμπρό κάθε απαιτητικής πεθεράς. Τον κουβαλητή.  Τον επαγγελματία. Τον διεκπεραιωτικό εραστή. Τον συμπαθητικά γοητευτικό άντρα που θα την έκανε γυναίκα του σε ένα μήνα από σήμερα. Αυτόν που ήταν τρελός για αυτήν αλλά αυτή παρέμεινε ορθολογική στο συναίσθημα.
Κ  χτύπησε το τηλέφωνο. Χτύπησε η καρδιά της δυνατά. Ένιωθε την καυτή του ανάσα.  Άκουγε την φωνή του. Μάθαινε επιτέλους νέα του.
 Έπαιρνε πτυχίο και ήθελε να την αποχαιρετήσει.  Έφευγε.  Σκοτείνιασαν όλα γύρω της. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Για λίγο.
Ήθελε να τη δει. Να την αποχαιρετήσει. Η καρδιά της πόνεσε. Πολύ.
Είπε ψέματα στον σύντροφό της και τον συνάντησε στο γνωστό τους μέρος. Εκεί που δεν πήγε ποτέ ξανά μετά το χωρισμό τους. Γιατί ένιωθε ότι τον απατά.  Κ αυτόν αλλά και τον άντρα της λογικής.
Εκεί ο χρόνος επέστρεψε στα χρόνια που ήταν μαζί.  Όπως τότε.
Απέναντί της  να της μιλάει και να της  χαρίζει ζωή. Απέναντί του πλημμυρισμένη από λατρεία για αυτόν.
Τελικά η ζωή είναι ωραία αρκεί να τη ζεις όπως εσύ τη θέλεις. Δε χωρούν πρέπει και γιατί. Δεν υπάρχει χρόνος και τόπος.
Αυτό είναι  έρωτας .
Να είσαι ευτυχισμένος  χωρίς αναλύσεις.  Να είσαι ευφυής χωρίς γνώση. Να είσαι υγιείς χωρίς φάρμακα. Να είσαι μεθυσμένος χωρίς ποτό. Να είσαι χαλαρός χωρίς τσιγάρο.  Να είσαι σε οργασμό χωρίς σωματική επαφή. Να είσαι πρώτος χωρίς προσπάθεια.
Είπαν ιστορίες, περιστατικά από το κοινό τους παρελθόν. Τίποτα για το σήμερα για το αύριο. Ήπιαν το παρελθόν μέσα σε 2 ώρες. Αυτή μέθυσε από νοσταλγία. Αυτός από πλήρη άγνοια για τον επερχόμενο γάμο της.
Φεύγοντας την παρέσυρε σε ένα άδειο πλακόστρωτο δρόμο. Πιέζοντας σε ένα τοίχο που έγραφε «Καμιά αντίσταση= Δουλεία» έβαλε την γλώσσα του βίαια μέσα στο στόμα της. Χωρίς καμία αντίσταση αυτή τη ρούφηξε και  παρακάλεσε να πεθάνει.
Εκείνη την πιο ευτυχισμένη στιγμή για όλη την μετέπειτα ζωή της.
Χώρισαν χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Θα τον ξανάβλεπε. Το  ήξερε. Το ένιωθε. Το επιζητούσε.
Πέρασε όλη τη ζωή της με την ελπίδα μιας νέας συνάντησης. Έκανε  τη μέρα ενδιαφέρουσα. Την εβδομάδα υποφερτή.  Της έδινε κουράγιο για να συνεχίσει την συμβατική της επιλογή.
Δεν τον είδε ποτέ.