Μέσα σε αυτή τη θάλασσα, φλεγόμενη από τον έρωτα τους.
Του έπαιρνε την αλμύρα από τους ώμους του με τα φιλιά της, της
χάιδευε τη ρόγα της που γίνονταν όλο κ πιο σκληρή.
Κ πίσω τους ο ήλιος να σβήνει.
«Αυτός ο έρωτας δεν θα σβήσει ποτέ» σκέφτηκαν ταυτόχρονα.
Δεν γνώριζαν τη σύγχρονη Λερναία Ύδρα που θα αντιμετώπιζαν.
Με ασπίδα τη νιότη τους κ σπαθί τον έρωτα τους, έκοβαν
καθημερινά ένα κεφάλι (ΕΝΦΙΑ) κ ένα άλλο ξεπρόβαλε (τέλη).
Γυρνούσαν κατάκοποι κάθε βράδυ, έτρεχαν στο κρεβάτι χωρίς να κάνουν όνειρα κ έρωτα.
Ένα πρωί αποφάσισε να αντικαταστήσει το σπαθί του με εισιτήριο
εξωτερικού.
-«Θα με περιμένεις;»
-«Θα σε περιμένω»
Δεν θα τον περίμενε. Έπρεπε να γίνει μάνα, σύμφωνα με τις επιταγές
της κοινωνίας κ της μάνας της.
Μετά από 3 χρόνια στην ίδια παραλία.
Όμορφη, γραμμωμένη όπως αρμόζει σε μια κυρία μεγαλογιατρού,
τον κοίταζε μέσα από τα τεράστια μαύρα της γυαλιά.
Το μουστάκι που είχε αφήσει του προσέδιδε στη γοητεία κ στην
επαγγελματική καταξίωση.
Δεν του μίλησε. Δίπλα της ο άντρας της και ο γιος της.
Δεν της μίλησε. Δίπλα του καμία, όπως τα τελευταία τρία
χρόνια.
Τουλάχιστον, όμως, ήταν ειλικρινείς οι δυο τους:
"Αυτός ο έρωτας δεν θα σβήσει". Ποτέ.