Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Ένα μου αρέσεις.

Μόνος και τόσο βαρετός.
Ντροπαλός και άτολμος.
Δεν τολμούσε να ξεστομίσει καλημέρα. Βράδιαζε, όταν ήταν έτοιμος.
Δεν τολμούσε να κοιτάξει γυναίκα στα μάτια. Έριχνε τα δικά του στο έδαφος.
Είχε ένα τόσο αδιάφορο στυλ, με μια μοναδική όμως ικανότητα. Να ενσωματώνεται πάντα με το ντεκόρ ή το ντουβάρι-πίσω του.
Δεν μπορούσε να σταθεί σε μια παρέα. Μάλλον στέκονταν  άλλα όλοι νόμιζα ότι ήταν μέρος της διπλανής.
Του άρεσε να περπατά. Αν η γυναίκα ήταν δρόμος  θα τον περπατούσε ατελείωτες φορές πάνω- κάτω. Εμποδίζοντας άλλους να τον διασχίσουν. Μέχρι να γινόταν ο προσωπικός του πεζόδρομος. Αλλά δεν ήταν.
Του άρεσε να περπατά και να ακούει μουσική. Θα ήθελε να γίνει τραγούδι, νότα, ένας ενοχλητικός θόρυβος να εισχωρήσει στο λαβύρινθο του αυτιού της και να βρεθεί στην έξοδο. Της καρδιάς της. Αλλά δεν γίνονταν.
Έστω μια ενοχλητική σταγόνα βροχής,  που πάει να κυλίσει στο μέτωπό της, λίγο πριν μπλεχτεί στις βλεφαρίδες της κ απομακρύνεται βάναυσα από ένα  φτηνό χαρτομάντιλο γνωστής μισητής αλυσίδας super market.  Αλλά είχε ανομβρία.
Ένας λεκές πάνω σε λευκό πουκάμισο που προκαλεί τρόμο και αγανάκτηση στην κάτοχό του. Αλλά δεν ήταν πλέον στη μόδα τα λευκά. Χάνονταν μέσα στην πολυπλοκότητα των σχεδίων. Καταραμένη οικογένεια Μissoni.
Είχε όμως κάτι που μεγάλωνε πάνω στα δικά του γόνατα.  Η ταχύτητα του υπολογιστή του.  
Χρόνο με το χρόνο φρόντιζε να αποκτά καινούργιο μοντέλο. Καινούργιο σύντροφο. Πιο εμφανίσιμο και πιο ελαφρύ.
Μια παρέα που δεν τον πρόδιδε ποτέ. Του έδινε γνώση, ψυχαγωγία και sex. Πάντα.
Πνίγονταν στις ιστοσελίδες κ το απολάμβανε.
Ώσπου αποφάσισε να εκτεθεί.  Κ να κάνει αυτό που ήξερε πάρα πολύ καλά. Να βάζει λέξεις στη σειρά.
Έγραψε ένα κείμενο, το ανέβασε  και περίμενε αντιδράσεις.
Με αγωνία ελπίζει να βρει ανταπόκριση.
Ένα like μια ανάσα ζωής του.
Ένα μου αρέσεις.